- αχειροτόνητος
- -η, -ο (AM ἀχειροτόνητος, -ον)μσν.- νεοελλ.(για κληρικούς ή υποψήφιους κληρικούς) αυτός που δεν έχει ακόμη χειροτονηθείνεοελλ.αυτός που δεν έχει φάει ξύλο, ο άδαρτοςαρχ.1. αυτός που δεν έχει εκλεγεί με χειροτονία, ανάταση του χεριού2. (για αξιώματα) εκείνος που δεν έχει αποδοθεί με ψηφοφορία.
Dictionary of Greek. 2013.